- τρυπανοειδής
- τρῡπᾰνοειδής, ές,A like an auger, κίνησις Sch.Ptol.Tetr.19. Adv. -δῶς ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυπανοειδής — ές, Α όμοιος με τρύπανο ή με την κίνησή του. επίρρ... τρυπανοειδῶς Α με τρυπανοειδή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπανον + ειδής*] … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek